The Geneva Conventions
Το 1862, ο Ερρίκος Ντυνάν δημοσίευσε το βιβλίο του, Αναμνήσεις εκ Σολφερίνο, περιγράφοντας τις φρικαλεότητες του πολέμου. Οι εμπειρίες του Ντυνάν στον πόλεμο, τον προέτρεψαν να προτείνει:
Η πρώτη πρόταση οδήγησε στην εγκαθίδρυση του Ερυθρού Σταυρού. Η δεύτερη πρόταση οδήγησε στην Πρώτη Σύμβαση της Γενεύης. Για αυτή του την πολύτιμη συνεισφορά, ο Ερρίκος Ντυνάν ήταν ο πρώτος που του απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 1901. Τα δέκα άρθρα της Πρώτης Σύμβασης υιοθετήθηκαν στις 22 Αυγούστου του 1864 από δώδεκα κράτη. Η δεύτερη συνθήκη υιοθετήθηκε από την Σύμβαση της Γενεύης για τη βελτίωση της τύχης των τραυματιών, ασθενών και ναυαγών των ενόπλων δυνάμεων που βρίσκονται στη θάλασσα στις 6 Ιουλίου του 1906 και απευθύνεται ειδικά σε μέλη των Ενόπλων Δυνάμεων στη θάλασσα. Συνεχίστηκε από την Σύμβαση της Γενεύης για τη μεταχείριση των αιχμαλώτων πολέμου στις 27 Ιουλίου του 1929 και τέθηκε σε ισχύ στις 19 Ιουνίου του 1931. Εμπνευσμένα από το κύμα ανθρωπιστικού και ειρηνηστικού ενθουσιασμού μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και την οργή για τα εγκλήματα πολέμου που αποκαλύφθηκαν από τις Δίκες της Νυρεμβέργης, μια σειρά από συνέδρια πραγματοποιήθηκαν το 1949, επιβεβαιώνοντας, επεκτείνοντας και ανανεώνοντας τις προηγούμενες τρεις Συμβάσεις προσθέτοντας μία νέα Σύμβαση της Γενεύης σχετικά με την προστασία των πολιτών σε καιρό πολέμου. Παρά την έκταση των συνθηκών αυτών, διαπιστώθηκε διαχρονικά ότι ήταν ελλειπή. Στην ουσία, η φύση των ένοπλων συγκρούσεων είχε μεταβληθεί από την αρχή της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, οδηγώντας πολλούς στο συμπέρασμα ότι οι Συμβάσεις της Γενεύης του 1949 απευθύνονταν σε μία υπό εξαφάνιση πραγματικότητα: από τη μία, οι περισσότερες ένοπλες συγκρούσεις ήταν πλέον εσωτερικές, ή εμφύλιοι πόλεμοι, ενώ από την άλλη οι περισσότεροι πόλεμοι είχαν μετουσιωθεί σε ασσύμετροι. Επιπλέον οι σύγχρονες ένοπλες συγκρούσεις επηρέαζαν μεγαλύτερο αριθμό αμάχων, το οποίο κατέδειξε την ανάγκη για την προσφορά προστασίας σε αμάχους και υποδομές με απτά μέτρα, και την ανάγκη για αναθεώρηση των Συμβάσεων της Χάγης του 1899 και του 1907. Εν μέσω αυτών των εξελίξεων, υιοθετήθηκαν δύο Πρωτόκολλα το 1977, τα οποία επέκτειναν τους όρους των Συμβάσεων του 1949 με επιπλέον προστατευτικά μέτρα. Το 2005, ένα τρίτο σύντομο Πρωτόκολλο προστέθηκε για τη θέσπιση ενός συμπληρωματικού συμβόλου προστασίας για ιατρικές υπηρεσίες ως εναλλακτική λύση των συμβόλων του Ερυθρού Σταυρού και της Ερυθράς Ημισελήνου, κυρίως για εκείνες τις χώρες που τα βρίσκουν αμφισβητήσιμα. Οι Συμβάσεις της Γενεύης εμπεριέχουν κανόνες που ισχύουν κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων και αποσκοπούν στην προστασία των ανθρώπων, οι οποίοι δεν παίρνουν ή δεν παίρνουν πλέον μέρος στις εχθροπραξίες. Για παράδειγμα:
Στη Διπλωματία, ο όρος convention δεν έχει την κοινή έννοια της συνέλευσης ατόμων, αλλά χρησιμοποιείται ως διεθνή συμφωνία, ή συνθήκη. Οι πρώτες τρεις Συμβάσεις της Γενεύης αναθεωρήθηκαν και επεκτάθηκαν το 1949 σε μία τέταρτη η οποία υιοθετήθηκε εκείνη τη χρονιά.
Και οι τέσσερις Συμβάσεις αναφέρονται ως «Συμβάσεις της Γενεύης του 1949» ή πιο απλά «Σύμβαση της Γενεύης».
Οι Συμβάσεις του 1949 τροποποιήθηκαν με τρία συμπληρωματικά πρωτόκολλα:
Οι παραβιάσεις των Συμβάσεων δεν αντιμετωπίζονται όλες το ίδιο. Τα πιο σοβαρά εγκλήματα ορίζονται ως σοβαρές παραβιάσεις και παρέχουν έναν νομικό ορισμό για τα εγκλήματα πολέμου. Σοβαρές παραβιάσεις της Τρίτης και Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης είναι οι ακόλουθες, εφόσον διαπράττονται ενός ατόμου που προστατεύεται από τη σύμβαση:
Επίσης θεωρούνται σοβαρές παραβιάσεις της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης οι εξής:
Τα Συμβαλλόμενα Μέρη των Συμβάσεων αυτών πρέπει να θεσπίσουν και να εφαρμόσουν τη νομοθεσία η οποία τιμωρεί κάποιο από αυτά τα εγκλήματα. Επιπλέον τα Έθνη είναι υποχρεωμένα να αναζητήσουν για τα άτομα που φέρονται ότι διέπραξαν αυτά τα εγκλήματα, ή που διέταξαν την πραγματοποίησή τους, και να τους φέρουν ενώπιον της δικαιοσύνης ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους και από τον τόπο όπου διαπράχτηκαν τα εγκλήματα αυτά. Η αρχή της οικουμενικής δικαιοδοσίας ισχύει και για την διερεύνηση σοβαρών παραβιάσεων από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών όταν επικαλείται την εξουσία και τη δικαιοδοσία του που απορέει από το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών για την εφαρμογή της οικουμενικής δικαιοδοσίας. Αυτό συνέβη από το Συμβούλιο Ασφαλείας με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη Ρουάντα και το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία για την διερεύνηση και/ή δίωξη καταγγελόμενων παραβιάσεων. Αν και οι πολεμικές συγκρούσεις έχουν αλλάξει δραματικά από τις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, εξακολουθούν να θεωρούνται ο ακρογωνιαίος λίθος του σύγχρονου Διεθνούς Ανθρωπιστικού Δικαίου. Προστατεύουν μαχητές, οι οποίοι βρίσκονται εκτός μάχης και προστατεύουν αμάχους που ζουν παγιδευμένοι στη ζώνη του πολέμου. Αυτές οι Συμβάσεις ήρθαν στο προσκήνιο για όλες τις πρόσφατες διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις, συμπεριλαμβανομένου του πολέμου στο Αφγανιστάν (2001 - σήμερα), η εισβολή στο Ιράκ το 2003, η εισβολή της Τσετσενίας (1994 - σήμερα) και ο Πόλεμος στη Γεωργία το 2008. Οι σύγχρονες πολεμικές συγκρούσεις εξακολουθούν να εξελίσσονται και οι γραμμές μεταξύ αμάχων και μαχητών είναι αρκετά θολές (για παράδειγμα ο εμφύλιος πόλεμος στη Σρι Λάνκα, ο εμφύλιος πόλεμος στο Σουδάν και ένοπλες συγκρούσεις στην Κολομβία). Το Κοινό Άρθρο 3 αντιμετωπίζει αυτές τις καταστάσεις, συνεπικουρούμενο από το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο ΙΙ (1977). Αυτά ορίζουν τις ελάχιστες νομικές προδιαγραφές που πρέπει να ακολουθούνται για εσωτερικές συγκρούσεις. Διεθνή δικαστήρια, όπως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήτιο για την πρώην Γιουγκοσλαβία, έχουν συμβάλει στην αποσαφήνιση του διεθνούς δικαίου στον τομένα αυτό. Το 1999 στην υπόθεση ενάντια στον Dusko Tadic, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία έκρινε ότι οι σοβαρές παραβιάσεις δεν ισχύουν νόμο σε διεθνείς συγκρούσεις, αλλά και σε εσωτερικές ένοπλες συγκρούσεις. Περαιτέρω, οι διατάξεις αυτές θεωρούνται εθιμικό διεθνές δίκαιο, επιτρέποντας σε διώξεις εγκλημάτων πολέμου από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών και του Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαιοσύνης για τις ομάδες που έχουν υπογράψει, αλλά ακόμη και για εκείνες που δεν έχουν υπογράψει τις Συμβάσεις της Γενεύης. Οι τέσσερις Συμβάσεις της Γενεύης του 1949, κυρώθηκαν από την Ελλάδα με το Ν. 3481 «Περί κυρώσεως των Συμβάσεων της Γενεύης της 12ης Αυγούστου 1949», στις 30.12.1955/5.1.1956, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α΄ 3/1956. Το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο Ι κυρώθηκε με το Ν. 1786/1988, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α' 125/1988 και το Συμπληρωματικό Πρωτόκολλο ΙΙ κυρώθηκε με το Ν. 2105/1992, που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α' 196/1992.
|
Νόμος 3481/1955 "Περί κυρώσεως των Συμβάσεων της Γενεύης της 12ης Αυγούστης 1949" |
Κατάλογος Συμβαλλόμενων Μερών των Συμβάσεων της Γενεύης |